- ψυχοτεχνική
- η психотехника
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχοτεχνική — και ψυχοτεχνία η, Ν σύνολο μεθόδων με τις οποίες μελετώνται και εκτιμώνται οι επαγγελματικές ικανότητες ενός ατόμου με την υποβολή του σε σειρά εξειδικευμένων δοκιμασιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychotechnique (< ψυχή + τεχνική)] … Dictionary of Greek
ψυχοτεχνία — Μέθοδος με την οποία επισημαίνονται οι ψυχολογικές αντιδράσεις των ατόμων και εκτιμούνται οι ικανότητες απόδοσής τους. Λέγεται και ψυχοτεχνική. Η ψ. εφαρμόστηκε όταν καθιερώθηκε οριστικά το πείραμα στην ψυχολογία. Για τον σκοπό αυτό… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… … Dictionary of Greek